οκτώγυνο

οκτώγυνο
το
(φυτολ.) το ερμαφρόδιτο άνθος που έχει οκτώ καρπόφυλλα χωρισμένα μεταξύ τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. octogynia < λατ. octo «οκτώ» + -gynia (< αρχ. γυνή «γυναίκα»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”